- χαλκεόκτυπος
- χαλκεό-κτῠπος, ον,A with clang of bronze,
μάχα Id.17.59
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάχα Id.17.59
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκεόκτυπος — ον, Α (για μάχη ή πόλεμο) αυτός κατά τον οποίο ακούγεται ή παράγεται θόρυβος από τη σύγκρουση χάλκινων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἁρματό κτυπος, χιονό κτυπος] … Dictionary of Greek
χαλκεοκτύπου — χαλκεόκτυπος with clang of bronze masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek